-
1 παρά-τροπος
παρά-τροπος, 1) abgelenkt, abgewendet, verändert, entfremdet; εὐναί, Pind. P. 2, 35, der Schol. erkl. μοιχίδιοι καὶ τοῦ δέοντος παρατετραμμέναι; vgl. Opp. Hal. 1, 515, λεχέων δὲ παράτροπον αἰσαν ἔχουσιν, u. 4, 18, χρωτὸς δὲ παράτροπον ἄνϑος ἀμέρσαι; ungewöhnlich, Plut. Lys. 12. – 2) Bei Eur. Andr. 528 in activer Bdtg, abwendend, τί δ' ἐγὼ μόρου παράτροπον μέλος εὕρω, Schol. παρατροπικός.
См. также в других словарях:
παράτροπος — η, ο / παράτροπος, ον, ΝΑ [παρατρέπω] 1. αυτός που παρεκκλίνει από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, λοξός, πλάγιος, γυρμένος 2. μτφ. αυτός που υπέστη εκτροπή από την ευθεία οδό, παράνομος («εὐναὶ παράτροποι», Πίνδ.) αρχ. παράδοξος, παράξενος,… … Dictionary of Greek