Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τί δ' ἐγὼ μόρου παράτροπον μέλος εὕρω

См. также в других словарях:

  • παράτροπος — η, ο / παράτροπος, ον, ΝΑ [παρατρέπω] 1. αυτός που παρεκκλίνει από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, λοξός, πλάγιος, γυρμένος 2. μτφ. αυτός που υπέστη εκτροπή από την ευθεία οδό, παράνομος («εὐναὶ παράτροποι», Πίνδ.) αρχ. παράδοξος, παράξενος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»